παράχωμα — το, ατος 1. κάλυψη, σκέπασμα με χώμα: Τα ψόφια ζώα θέλουν παράχωμα, γιατί μολύνουν το περιβάλλον. 2. θάψιμο, ταφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλωρή λίπανση — Παράχωμα χλωρών φυτών, σπαρμένων συνήθως με τον σκοπό να εγκαταλείψουν το έδαφος, με οργανική μορφή, τις ουσίες που απορρόφησαν και επεξεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους και ιδιαίτερα το άζωτο (ριζοβακτήριο). Συνήθως χρησιμοποιούνται … Dictionary of Greek
παραχωμάτων — παράχωμα embankment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχώμασι — παράχωμα embankment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχώμασιν — παράχωμα embankment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
έγκρυψις — ἔγκρυψις, η (Α) διατήρηση ενός αντικειμένου μέσα σε κρύπτη, το παράχωμα … Dictionary of Greek
καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… … Dictionary of Greek
παράχωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραχώνω, η κάλυψη με χώμα, το παράχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχώνω. Η λ., στον λόγιο τ. παράχωσις, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
βολοκόπος — Γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται μετά το όργωμα, για να θρυμματιστούν οι βόλοι, να ισοπεδωθεί το έδαφος και να ξεριζωθούν τα ζιζάνια, σε βάθος 7 μέχρι 10 εκ. Ύστερα από πολυήμερες βροχές, χρησιμοποιείται για τον θρυμματισμό του σκληρού… … Dictionary of Greek